ρομφαία

ρομφαία
η большой обоюдоострый меч

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ρομφαία" в других словарях:

  • ῥομφαία — ῥομφαίᾱ , ῥομφαία large fem nom/voc/acc dual ῥομφαίᾱ , ῥομφαία large fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥομφαίᾳ — ῥομφαίᾱͅ , ῥομφαία large fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρομφαία — η / ῥομφαία, ΝΜΑ 1. σπαθί, ξίφος (α. «απάνου εις την ρομφαία βάνει το χέρι», Σολωμ. β. «καὶ ἔδραμε Δαυΐδ... καὶ ἔλαβε τὴν ῥομφαίαν αὐτοῡ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν», ΠΔ) 2. η πύρινη σπάθα τών αρχαγγέλλων (α. «και άγγελος τους οδηγεί... τού λάμπει /… …   Dictionary of Greek

  • ρομφαία — η μακρύ, πλατύ και δίκοπο σπαθί: Οι Έλληνες έζησαν σχεδόν 400 χρόνια κάτω από την απειλή της ρομφαίας των Τούρκων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥομφαίας — ῥομφαίᾱς , ῥομφαία large fem acc pl ῥομφαίᾱς , ῥομφαία large fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥομφαίαι — ῥομφαίᾱͅ , ῥομφαία large fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥομφαίαν — ῥομφαίᾱν , ῥομφαία large fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥομφαιῶν — ῥομφαία large fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥομφαῖαι — ῥομφαία large fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥομφαίαις — ῥομφαία large fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥομφαίαισι — ῥομφαία large fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»